Μετάβαση στο περιεχόμενο

precede

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας precede
γ΄ ενικό ενεστώτα precedes
αόριστος preceded
παθητική μετοχή preceded
ενεργητική μετοχή preceding

precede (en)

  • προηγούμαι
      Which symptoms precede the disease?
    Ποια συμπτώματα προηγούνται της ασθένειας;