precipitously
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | precipitously |
συγκριτικός | more precipitously |
υπερθετικός | most precipitously |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- precipitously < precipitous + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
precipitously (en)