preclude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]preclude (en)
- (μεταβατικό) αποκλείω (μια πιθανότητα), προλαβαίνω (κάτι άσχημο)
- ↪ the sky is clear, but that doesn’t preclude the possibility of a rain
- ο ουρανός είναι καθαρός, αλλά αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα να βρέξει
- ↪ the sky is clear, but that doesn’t preclude the possibility of a rain