preferable
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | preferable |
| συγκριτικός | more preferable |
| υπερθετικός | most preferable |
preferable (en)
- προτιμότερος
The preferable solution is compromise.
- Η προτιμότερη λύση είναι ο συμβιβασμός.