Μετάβαση στο περιεχόμενο

preferable

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
preferable < prefer + -able

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός preferable
συγκριτικός more preferable
υπερθετικός most preferable

preferable (en)

  • προτιμότερος
    παράδειγμα  The preferable solution is compromise.
    Η προτιμότερη λύση είναι ο συμβιβασμός.