preferential
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | preferential |
συγκριτικός | more preferential |
υπερθετικός | most preferential |
Επίθετο
[επεξεργασία]preferential (en)
- προνομιακός, προτιμησιακός
- ⮡ Why does she always get preferential treatment?
- Γιατί πάντα της δίνουν προνομιακή μεταχείριση;
- ⮡ Why does she always get preferential treatment?