prem-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

prem- < λατινική και ιταλική premere

Ρίζα[επεξεργασία]

prem- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: πίεση

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]