premaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | premaĵo | premaĵoj |
αιτιατική | premaĵon | premaĵojn |
premaĵo (eo)
- το αποτύπωμα