Μετάβαση στο περιεχόμενο

première

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
première < premier

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
première premières

première (fr) θηλυκό

  • η πρεμιέρα, η πρώτη παρουσίαση ενός θεατρικού ή μουσικού έργου μπροστά στο κοινό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]