Μετάβαση στο περιεχόμενο

premise

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
premise premises

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

premise (en) (επίσημο)

  1. η πρόθεση
      a few words about the premise of the work - λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη plot
  2.  δείτε τη λέξη premises