premises
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]premises (en) (μόνο πληθυντικός)
- οι χώροι, το κτίριο και η γη κοντά σε αυτό που κατέχει ή χρησιμοποιεί μια επιχείρηση
- ⮡ The supermarket’s premises are monitored by CCTV.
- Οι χώροι του σουπερμάρκετ παρακολουθούνται με κλειστό τηλεοπτικό κύκλωμα.
- ⮡ The supermarket’s premises are monitored by CCTV.
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]premises (en)