Μετάβαση στο περιεχόμενο

premo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
premo < prem + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική premopremoj
αιτιατική premonpremojn

premo (eo)

  1. η πίεση
    la opoziciaj partioj kreskigis sian premon al la registaro
    τα κόμματα της αντιπολίτευσης αύξησαν την πίεσή τους πάνω στην κυβέρνηση
  2. η καταπίεση