Μετάβαση στο περιεχόμενο

premonición

Από Βικιλεξικό

Γαλικιανά (gl)

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
premonición premonicións

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
premonición < λατινική praemonitione

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾe.mo.niˈθjon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: premonición

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

premonición (gl) θηλυκό

παράδειγμα  Tivo a premonición de que algo malo ocorrería esa mesma tarde. – Είχε το προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συνέβαινε εκείνο το απόγευμα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ισπανικά (es)

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
premonición premoniciones

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
premonición < λατινική praemonitio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾe.mo.niˈθjon/ (Ισπανία)
ΔΦΑ : /pɾe.mo.niˈsjon/ (Λατινική Αμερική)
τυπογραφικός συλλαβισμός: premonición

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

premonición (es) θηλυκό

παράδειγμα  Una premonición le dijo que era mejor quedarse en casa ese día. – Ένα προαίσθημα του είπε ότι ήταν καλύτερα να μείνει στο σπίτι εκείνη την ημέρα.
παράδειγμα  El viento susurraba terribles premoniciones que vendrían a su vida. – Ο άνεμος ψιθύριζε τρομερά προμήνυμα που θα ερχόταν στη ζωή του.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]