premonición
Εμφάνιση
Γαλικιανά (gl)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| premonición | premonicións |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- premonición < λατινική praemonitione
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾe.mo.niˈθjon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : pre‐mo‐ni‐ción
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]premonición (gl) θηλυκό
Tivo a premonición de que algo malo ocorrería esa mesma tarde. – Είχε το προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συνέβαινε εκείνο το απόγευμα.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| premonición | premoniciones |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- premonición < λατινική praemonitio
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾe.mo.niˈθjon/ (Ισπανία)
- ΔΦΑ : /pɾe.mo.niˈsjon/ (Λατινική Αμερική)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : pre‐mo‐ni‐ción
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]premonición (es) θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- premonición - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] (στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenario [23η έκδοση], 2014.