preponderantly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- preponderantly < preponderant
Επίρρημα[επεξεργασία]
preponderantly (en)
- κυρίαρχα, κατά τρόπο ώστε να επικρατεί, να κυριαρχεί κάποιος ή κάτι