prepper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈprɛpə/

Επίθετο[επεξεργασία]

prepper (en)

  • (ΗΒ), (αργκό) μαθητής σχολής ή φροντιστηρίου που προετοιμάζει για το επόμενο εκπαιδευτικό στάδιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

prepper (en)

  • αυτός που προετοιμάζεται για κοσμική καταστροφή