prescrit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
prescrit prescrits

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prescrit (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]