present perfect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

present perfect < → δείτε τις λέξεις present και perfect

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

present perfect (en) (μη μετρήσιμο)

  • (γραμματική) ο απλός παρακείμενος, ο χρόνος ρήματος στα αγγλικά που φανερώνει ότι αυτό που σημαίνει το ρήμα έχει γίνει στο παρελθόν, αλλά το αποτέλεσμα εξακολουθεί να υπάρχει στο παρόν. Αντίστοιχο με τον ελληνικό παρακείμενο. Σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα have + παθητική μετοχή του ρήματος.
    I have seen the movie.
    Έχω δει την ταινία.
    We have studied for two days.
    Έχουμε μελετήσει για δύο μέρες.

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]