presentiment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
presentiment | presentiments |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]presentiment (en)
- το προαίσθημα
- ↪ I have a good/bad presentiment.
- Έχω ένα καλό/κακό προαίσθημα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη premonition
- ↪ I have a good/bad presentiment.