press

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
press presses

press (en)

  1. ο τύπος
  2. το πιεστήριο

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας press
γ΄ ενικό ενεστώτα presses
αόριστος pressed, prest
παθητική μετοχή pressed, prest
ενεργητική μετοχή pressing

press (en)

  1. πιέζω
  2. κολλάω πάνω κάποιου
    He pressed against her on the bus.
    Κόλλησε πάνω της μέσα στο λεωφορείο.

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κολλώ