pressé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pressé < presser
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pressé | pressés |
θηλυκό | pressée | pressées |
pressé (fr)
- → δείτε τη λέξη presser
- βιαστικός
- επείγων
- πεπιεσμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη presser