pressant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pressant < presser
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pressant | pressants |
θηλυκό | pressante | pressantes |
pressant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pressant | pressants |
θηλυκό | pressante | pressantes |
pressant (fr)