Μετάβαση στο περιεχόμενο

pression

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pression pressions

pression (fr) θηλυκό