presumed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

presumed (en)

  1. αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του presume


Επίθετο[επεξεργασία]

presumed (en)

  1. υποτιθέμενος, θεωρούμενος, αυτός που φαίνεται να είναι ο πιθανότερος, που τεκμαίρεται ότι είναι ο σωστός