preteksto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- preteksto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | preteksto | pretekstoj |
αιτιατική | pretekston | pretekstojn |
preteksto (eo)
- το πρόσχημα