Μετάβαση στο περιεχόμενο

pretentious

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός pretentious
συγκριτικός more pretentious
υπερθετικός most pretentious

Επίθετο

[επεξεργασία]

pretentious (en) (κακόσημο)

  • ξιπασμένος, εξεζητημένος, σπουδαιοφανής, που προσπαθεί να φαίνεται σημαντικός, έξυπνος κτλ. για να εντυπωσιάσει τους άλλους· που προσπαθεί να είναι κάτι που δεν είναι, για να εντυπωσιάσει
      a pretentious artist - ξιπασμένος καλλιτέχνης
      He uses pretentious language.
    Χρησιμοποιεί εξεζητημένη γλώσσα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη arrogant

Συγγενικά

[επεξεργασία]