Μετάβαση στο περιεχόμενο

preuve

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
preuve preuves

preuve (fr) θηλυκό

  • η απόδειξη, η κατάδειξη
    nul ne peut être condamné sans preuves - κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί χωρίς αποδείξεις

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]