preuve
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
preuve | preuves |
preuve (fr) θηλυκό
- η απόδειξη, η κατάδειξη
- nul ne peut être condamné sans preuves - κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί χωρίς αποδείξεις