prezento

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

prezento < prezent + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική prezento prezentoj
αιτιατική prezenton prezentojn

prezento (eo)

mi trovis tre interesan prezenton de la temo - βρήκα μια πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση του θέματος