prime
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
prime (en)
- πρώτος, πρωταρχικός, σημαντικότατος
- έτοιμος να ..., που του είναι εύκολο να κάνει κάτι
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
prime | primes |
prime (fr) θηλυκό
- πριμοδότηση, πρόσθετη αμοιβή
- pour Noël, les employés ont reçu une prime - οι υπάλληλοι πήραν πριμοδότηση για τα Χριστούγεννα