principe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾin.ˈt͡si.pe/
Επίρρημα[επεξεργασία]
principe (eo)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- principe < λατινική principium
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
principe | principes |
principe (fr) θηλυκό