printanièrement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- printanièrement < printanier
Επίρρημα[επεξεργασία]
printanièrement (fr)
- ανοιξιάτικα
- με νέο και ευχάριστο τρόπο
printanièrement (fr)