printanièrement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

printanièrement < printanier

Επίρρημα[επεξεργασία]

printanièrement (fr)

  1. ανοιξιάτικα
  2. με νέο και ευχάριστο τρόπο