Μετάβαση στο περιεχόμενο

priplori

Από Βικιλεξικό

Εσπεράντο (eo)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
priplori < pri + plori
ρήμα priplori
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας priploras priploranta priplorata
αόριστος priploris priplorinta priplorita
μέλλοντας priploros priploronta priplorota
υποθετική priplorus - -
προστακτική priploru - -

priplori (eo)