priservado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | priservado | priservadoj |
αιτιατική | priservadon | priservadojn |
priservado (eo)
- η εξυπηρέτηση, το σέρβις