prisonnier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
prisonnier < → δείτε τις λέξεις prison και -ier
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pʁi.zɔ.nje/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prisonnier | prisonniers |
θηλυκό | prisonnière | prisonnières |
prisonnier (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prisonnier | prisonniers |
θηλυκό | prisonnière | prisonnières |
prisonnier (fr)
- o αιχμάλωτος, ο φυλακισμένος, ο κρατούμενος