privacité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
privacité | privacités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
privacité (fr) θηλυκό
- ο ιδιωτικός χαρακτήρας, τα προσωπικά δεδομένα,
ενικός | πληθυντικός |
privacité | privacités |
privacité (fr) θηλυκό