privacy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

privacy < private + -cy

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

privacy (en)

  1. η ιδιωτικότητα, η ιδιωτική ζωή κάποιου
  2. ιδιοαπόρρητο (προσωπικό απόρρητο, απόρρητο προσωπικών πληροφοριών, ιδιωτικό απόρρητο)
  3. η εξασφάλιση της απομόνωσης κάποιου ή κάποιων προκειμένου να διευθετήσουν ένα ζήτημα μακριά από αδιάκριτα μάτια

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • privacy στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια