privacy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
privacy (en)
- η ιδιωτικότητα, η ιδιωτική ζωή κάποιου
- η εξασφάλιση της απομόνωσης κάποιου ή κάποιων προκειμένου να διευθετήσουν ένα ζήτημα μακριά από αδιάκριτα μάτια