privately
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | privately |
συγκριτικός | more privately |
υπερθετικός | most privately |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]privately (en)
- ιδιωτικά, ανεξάρτητα· με τρόπο που δεν είναι υπό τον έλεγχο του κράτους
- ⮡ In public he supported the official policy, but privately he was sure it would fail.
- Δημόσια υποστήριξε την επίσημη πολιτική, αλλά ιδιωτικά ήταν σίγουρος ότι θα αποτύχει.
- ⮡ a privately-owned garden/driveway/garage - ιδιωτικός κήπος/δρόμος/γκαράζ
- ⮡ All their children have been educated privately.
- Όλα τα παιδιά τους έχουν εκπαιδευτεί σε ιδιωτικά σχολεία.
- ≈ συνώνυμα: independently
- ≠ αντώνυμα: publicly
- ⮡ In public he supported the official policy, but privately he was sure it would fail.
- ιδιωτικά, μεταξύ μας, ιδιαιτέρως, με μυστικό τρόπο που εμπλέκει ένα συγκεκριμένο άτομο ή ομάδα ανθρώπων και όχι ανθρώπους γενικά
- ⮡ Can we speak privately?
- Μπορούμε να μιλήσουμε ιδιωτικά/μεταξύ μας;
- ⮡ I want us to talk privately.
- Θέλω να τα πούμε ιδιαιτέρως.
- ⮡ Can we speak privately?
- κρυφά, στις προσωπικές σκέψεις κάποιου· με τρόπο που δεν είναι γνωστός στο κοινό
- ⮡ I know that privately you hope that I am wrong.
- Γνωρίζω ότι κρυφά ελπίζετε ότι θα κάνω λάθος.
- ⮡ She smiled, but privately she was furious.
- Χαμογέλασε, αλλά κρυφά ήταν έξαλλη από το θυμό.
- ⮡ I know that privately you hope that I am wrong.
- ιδιαίτερα μαθήματα, σε ένα άτομο ή σε μια μικρή ομάδα ατόμων για πληρωμή
- ⮡ She gave piano lessons privately.
- Έδινε ιδιαίτερα μαθήματα πιάνου.
- ⮡ She gave piano lessons privately.