proéminence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
proéminence proéminences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

proéminence (fr) θηλυκό