Μετάβαση στο περιεχόμενο

probationer

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

probationer (en)

  1. δόκιμος (π.χ. καλόγερος,νοσηλευτής)
  2. εκπαιδευόμενος, μαθητευόμενος επαγγελματίας
  3. κατάδικος που απολύεται υπό όρους, που τελεί υπό επιτήρηση, απολύεται απο την φυλακή με αναστολή