probationer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
probationer (en)
- δόκιμος (π.χ. καλόγερος,νοσηλευτής)
- εκπαιδευόμενος, μαθητευόμενος επαγγελματίας
- κατάδικος που απολύεται υπό όρους, που τελεί υπό επιτήρηση, απολύεται απο την φυλακή με αναστολή