probationer
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]probationer (en)
- δόκιμος (π.χ. καλόγερος,νοσηλευτής)
- εκπαιδευόμενος, μαθητευόμενος επαγγελματίας
- κατάδικος που απολύεται υπό όρους, που τελεί υπό επιτήρηση, απολύεται απο την φυλακή με αναστολή