probatoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
probatoire | probatoires |
Επίθετο[επεξεργασία]
probatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που γίνεται για να αποδείξει κάποιος τις ικανότητές του, δοκιμαστικός