proceed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
proceed (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- proceed from εκπορεύομαι, προέρχομαι, απορρέω
- proceed against κάνω αγωγή, καταγγέλλω, μηνύω κάποιον