proceed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | proceed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | proceeds |
αόριστος | proceeded |
παθητική μετοχή | proceeded |
ενεργητική μετοχή | proceeding |
Ρήμα[επεξεργασία]
proceed (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη continue
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- proceed from εκπορεύομαι, προέρχομαι, απορρέω
- proceed against κάνω αγωγή, καταγγέλλω, μηνύω κάποιον