procent
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]procent (pl) αρσενικό
- το ποσοστό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- na sto procent (εκατό τοις εκατό)