procentaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | procentaĵo | procentaĵoj |
αιτιατική | procentaĵon | procentaĵojn |
procentaĵo (eo)
- προμήθεια (σε διαμεσολαβητές)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- procentajho στο H-sistemo
- procentajxo στο X-sistemo