procrastinator
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| procrastinator | procrastinators |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- procrastinator < procrastinate + -or
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]procrastinator (en)
- ο αναβλητικός άνθρωπος, αυτός που χρονοτριβεί