procuration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
procuration | procurations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
procuration (fr) θηλυκό
- η εξουσιοδότηση, το πληρεξούσιο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη procurer