procureur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
procureur | procureurs |
procureur (fr) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Procureur de la République αρσενικό ή θηλυκό: (νομικός όρος) ο εισαγγελέας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη procurer