procureur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
procureur procureurs

procureur (fr) αρσενικό

  1. ο πληρεξούσιος
  2. o εισαγγελέας

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη procurer