Μετάβαση στο περιεχόμενο

production

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
production productions

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɹəˈdʌkʃən/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

production (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η παραγωγή, παραγωγικός, η διαδικασία παραγωγής τροφών, αγαθών ή υλικών, ιδιαίτερα μεγάλων ποσοτήτων
      The production of olive oil takes a lot of time.
    Η παραγωγή ελαιόλαδου παίρνει πολύ χρόνο.
      production process - παραγωγική διαδικασία
  2. (μη μετρήσιμο) η παραγωγή, παραγωγικός, η ποσότητα των προϊόντων που παράγεται
      the daily/monthly/annual production of a factory - ημερήσια/μηνιαία/ετήσια παραγωγή ενός εργοστασίου
      They are increasing/decreasing production.
    Αυξάνουν/Μειώνουν την παραγωγή.
      The hail/frost/drought destroyed this year’s agricultural production.
    Το χαλάζι/η παγωνιά/η ξηρασία κατέστρεψε τη φετινή γεωργική παραγωγή.
      production capacity - παραγωγική ικανότητα
  3. (μη μετρήσιμο) η παραγωγή, η διαδικασία του να παράγω κάτι φυσικά
      production of saliva/tears/white blood cells - παραγωγή σάλιου/δακρύων/λευκών αιμοσφαιρίων
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θεατρική παράσταση
      the production of Lysistrata by Aristophanes - η παράσταση της Λυσιστράτης του Αριστοφάνη
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη show
  5. (προγραμματισμός) η παραγωγική λειτουργία λογισμικού (software), σε πραγματικές συνθήκες, αφού έχει περάσει τα στάδια της ανάπτυξης (development) και των δοκιμών

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
production productions

production (fr) θηλυκό

  1. η παραγωγή
  2. η επίδειξη
  3. η προσκόμιση