Μετάβαση στο περιεχόμενο

productively

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός productively
συγκριτικός more productively
υπερθετικός most productively

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
productively < productive + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

productively (en)

  • παραγωγικά
    παράδειγμα  He used his time productively.
    Χρησιμοποίησε τον χρόνο του παραγωγικά.
    παράδειγμα  We are trying to work more productively.
    Προσπαθούμε να δουλέψουμε πιο παραγωγικά.
    παράδειγμα  We discussed the problem productively.
    Συζητήσαμε παραγωγικά για το πρόβλημα.
    παράδειγμα  If we all work together productively, we’ll finish faster.
    Αν όλοι συνεργαστούμε παραγωγικά, θα τελειώσουμε γρηγορότερα.