Μετάβαση στο περιεχόμενο

productivity

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
productivity < productive + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

productivity (en) (μη μετρήσιμο)

  • η παραγωγικότητα
      The productivity of the Greek economy must be improved.
    Πρέπει να βελτιωθεί η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.