produkto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | produkto | produktoj |
αιτιατική | produkton | produktojn |
produkto (eo)
- το προϊόν
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | produkto | produktoj |
αιτιατική | produkton | produktojn |
produkto (eo)