profess
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
profess (en)
- διατείνομαι, ισχυρίζομαι
- δηλώνω
- εκδηλώνω έμπρακτα (ιδέα, γνώμη, έρωτα, πίστη, πεποίθηση κτλ.), εκφράζω πεποίθηση έμπρακτα
- κάνω ερωτική εξομολόγηση, εξομολογώ τον έρωτά μου, εξομολογούμαι ερωτικά σε κάποια, -ον