profitabilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
profitabilité | profitabilités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
profitabilité (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη profit